«Μη νιώθεις νικημένος προτού ακόμα νικηθείς». Ή, αν προτιμάς: «Μη θεωρείς τον εαυτό σου χαμένο προτού έρθει η ώρα της τελικής κρίσης». Διότι…
Και με την ευκαιρία, μου διηγήθηκε κι άλλο παραμύθι.
Ήταν μια φορά ένας άνθρωπος που φοβόταν πάρα πολύ τις ασθένειες και, προπαντός, έτρεμε τη μέρα που θα ερχόταν ο θάνατος.
Μια μέρα, μέσα σε τόσες παλαβές ιδέες, σκέφτηκε ότι μπορεί και να ήταν ήδη νεκρός. Τότε, ρώτησε τη γυναίκα του: «Για πες μου γυναίκα. Μήπως είμαι πεθαμένος;»
Εκείνη γέλασε και του είπε να πιάσει τα χέρια και τα πόδια του. «Βλέπεις; Είναι ζεστά! Άρα, είσαι ζωντανός. Αν ήσουν πεθαμένος, τα χέρια και τα πόδια σου θα ήταν παγωμένα». Του φάνηκε πολύ λογική η απάντηση αυτή και ηρέμησε. Λίγες βδομάδες αργότερα, μια μέρα που χιόνιζε, πήγε να κόψει ξύλα στο δάσος. Όταν έφτασε, έβγαλε τα γάντια του κι άρχισε να κόβει κορμούς με το τσεκούρι του.
Χωρίς να το σκεφτεί, αφηρημένα πέρασε το χέρι του από το μέτωπο και το αισθάνθηκε παγωμένο. Θυμήθηκε τι του είχε πει η γυναίκα του, έβγαλε τα παπούτσια και τις κάλτσες και διαπίστωσε με φρίκη ότι και τα πόδια του ήταν παγωμένα. Τότε δεν του έμεινε πια καμία αμφιβολία. «Κατάλαβε» ότι ήταν νεκρός.
«Δεν είναι σωστό ένας πεθαμένος να γυρίζει στο δάσος και να κόβει ξύλα» είπε. Έτσι, παράτησε το τσεκούρι κοντά στο μουλάρι του και ξάπλωσε στο παγωμένο χώμα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος του και τα μάτια του κλειστά. Λίγο μετά που πλάγιασε, ένα κοπάδι σκυλιά πλησίασε το δισάκι του όπου είχε τρόφιμα. Καθώς κανένας δεν τα εμπόδισε, έφαγαν ότι βρήκαν μέσα. Ο άνθρωπος τότε σκέφτηκε: «Τυχερά είναι που είμαι πεθαμένος. Αλλιώς, θα τα άρχιζα στις κλοτσιές και θα τους έδειχνα».
Το κοπάδι συνέχισε να οσμίζεται τον αέρα και ανακάλυψε ένα μουλάρι δεμένο σ΄ένα δέντρο. Εύκολη λεία για τα κοφτερά δόντια των άγριων σκυλιών. Το μουλάρι γκάριζε και κλοτσούσε και ο άνθρωπος σκεφτόταν πόσο θα ήθελε να το υπερασπιστεί αν δεν ήταν πεθαμένος. Σε λίγα λεπτά τα σκυλιά είχαν ξεπαστρέψει το μουλάρι και μόνο λίγα είχαν μείνει να ροκανίζουν τα κόκαλα.
Το άγριο κοπάδι, αχόρταγο, συνέχισε να τριγυρίζει εκεί γύρω. Δεν πέρασε πολλή ώρα ώσπου ένα σκυλί αντιλήφθηκε τη μυρωδιά του ανθρώπου. Κοίταξε και βρήκε τον ξυλοκόπο πλαγιασμένο ακίνητο στο έδαφος. Πλησίασε αργά, πολύ αργά, γιατί για το σκυλί οι άνθρωποι ήταν επικίνδυνα και ύπουλα πλάσματα.
Σε λίγα λεπτά, όλα τα σκυλιά είχαν κυκλώσει τον άνθρωπο με τα σάλια τους να τρέχουν.
«Τώρα θα με φάνε» σκέφτηκε ο άντρας. «Αν δεν ήμουν πεθαμένος, θα έβλεπαν.» Τα σκυλιά πλησίασαν…. Και βλέποντας τον ακίνητο, τον έφαγαν.
Χόρχε Μπουκάι, “Να σου πω μια ιστορία”.
αναπνοές