Bουλιάζουμε,
κάτω απ την τέντα του γαλάζιου ουρανού μας,
κάτω από το λαμπρό φως του ήλιου,
σε μια γη που δονείται ανάμεσα σ αμέτρητα αστέρια,
φτωχοί και πλούσιοι, άρχοντες και σκλάβοι, θύτες και θύματα,
συνταξιδιώτες όλοι μαζί στο ίδιο καράβι...
βουλιάζουμε όλοι μαζί από το βάρος ενός μυαλού που ξεχειλίζει,
σαν χύτρα σε κατάσταση βρασμού,
από δεισιδαιμονίες, στρεβλά πρότυπα, εικόνες, προκαταλήψεις,
προσκολλήσεις, εξαρτήσεις, προσδοκίες
και μια ιστορία γεμάτη ψέματα που μας ειπώθηκε όταν ήμασταν πολύ μικροί,
ένα έτοιμο σύστημα πεποιθήσεων
μας έστειλαν στα σχολεία τους για να μάθουμε τα μυστικά της ζωής
και τα μόνα που μας μάθανε ήταν να αποστηθίζουμε την μασημένη παλιά γνώση,
να συμμορφωνόμαστε με τα υπάρχοντα πρότυπα και να υπακούμε
στους μεγαλύτερους που ήξεραν,
πουθενά δεν μας είπαν για προκλήσεις, τόλμη, καινοτομίες, αμφισβήτηση, περιέργεια, φαντασία και δημιουργικότητα
από τότε περιπλανιόμαστε, κουβαλώντας οδικούς χάρτες φόβου
που οδηγούν σε αδιέξοδα και καταστροφή,
σε αλληλοσπαραγμούς χωρίς ουσία, σε απέραντη μοναξιά και δυστυχία,
μια περιπλάνηση που δεν μας αφήνει να ευημερήσουμε,
να εξελιχθούμε και να ανακαλύψουμε τις πραγματικές μας δυνατότητες,
να χαρούμε και να φχαριστηθούμε αληθινά τη ζωή,
αυτό το μοναδικό και μαγικό μυστήριο
και βουλιάζουμε όλο και πιο πολύ,
μέσα στο βούρκο των προσωπικών και διαχωριστικών μας πεποιθήσεων,
μέσα στα έλη των χρεωκοπημένων ιδεολογιών και των προτύπων μας
που μας εγκατέλειψαν γυμνούς μέσα στο κρύο, στο ψέμα και τη φτιαχτή ασχήμια,
στις προδομένες προσδοκίες μας
και σ ένα κόσμο βάρβαρο και άδικο που δεν αλλάξαμε ποτέ ουσιαστικά
γιατί ποτέ δεν το θελήσαμε αληθινά με την καρδιά μας,
γιατί η ανατροπή αυτή θα είχε πόνο
κι εμείς μάθαμε να τον αποφεύγουμε τον πόνο...
αρνούμαστε, λες κι από πείσμα,
να αμφισβητήσουμε ό,τι βολικά έχει βρει τη θέση του μέσα μας,
αρνούμαστε να ταράξουμε τα βαλτωμένα μας νερά,
θέλουμε να περάσουμε το ποτάμι χωρίς να βραχούμε,
θέλουμε ν αναστηθούμε χωρίς σταύρωση,
να μην συναντηθούμε με τη φύση και τη ρίζα του πόνου
και σπαταλάμε ολάκερη ζωή σε διαφυγές και σε αναμονές,
με βαριές αποσκευές στους ώμους, σε κρύους σταθμούς,
περιμένοντας τρένα που δεν έρχονται ποτέ,
ολάκερη ζωή να περιμένουμε κάτι να γίνει,
κάτι που θα μας πάει κάπου αλλού
και αυτό το αλλού να μην είναι πουθενά,
σπατάλη μιας ζωής περιμένοντας "κάτι καλύτερο"
και για το "κάτι καλύτερο" χάσαμε το "καλύτερο δυνατό"...
Βουλιάζουμε,
κορμιά κουρασμένα και ασθενικά
από την ατελείωτη σκληρή και άδικη καθημερινή βιοπάλη,
ταλαιπωρημένες και απελπισμένες ψυχές
που προσπαθούν να καταλάβουν πως γίνεται ο παράδεισος κόλαση,
πως τόση ομορφιά γίνεται ασχήμια,
πως γεννιέται τόση βαρβαρότητα μέσα σ ένα ανθρώπινο πλάσμα,
και συνεχώς να διαπιστώνουμε ότι έχει και πιο κάτω,
περισσότερη βαρβαρότητα...
εθελοτυφλούμε όλο και πιο πολύ,
θέλουμε να μην μας ενοχλήσουν τα "κουτάκια" μας
γιατί μας δίνουνε τις βολικές απαντήσεις
για να μπορέσει να μας πάρει ο ύπνος το βράδυ,
αυτή την ψευδαίσθηση του "όλα καλά" που λέμε
όταν συναντάμε στο δρόμο κάποιο παλιό φίλο,
μπρός στα μάτια μας καταστρέφονται οι θάλασσες, τα ποτάμια, η καλλιεργήσιμη γη, αθώα πλάσματα, μολύνεται ο αέρας που αναπνέουμε
κι εμείς ευχόμαστε να έχουμε την υγειά μας και να είμαστε καλά...
μα ο θάνατός μας είναι αργός και κατοικεί μέσα στα μπετόν,
σκουριάζουμε μαζί με τους τόνους από τα σίδερα και τα μέταλλα
που μέσα τους φωλιάζει η μοναξιά μας,
που μέσα τους κρύβονται οι φόβοι μας,
σαπίζουμε
μα συνηθίζουμε ακόμα και τούτη την αβάσταχτη δυσωδία της σαπίλας
γιατί είναι δικιά μας,
και οι μέρες έρχονται και πάνε
τα καλοκαίρια και οι χειμώνες,
οι μήνες και τα χρόνια περνάνε
κι εκλιπαρούμε για μια ξέγνοιαστη στιγμή, να μας αφήσουνε για λίγο ήσυχους
Βουλιάζουμε,
με μια λαχτάρα πάντα για τ αυτονόητα που δεν ζούμε,
την αγάπη, τη λευτεριά, την ομορφιά, την απλότητα, το χαμόγελο, τη γύμνια,
τις μοιρασιές, τα όμορφα μέρη, τις όμορφες αισθήσεις,
γιατί αυτό που ζούμε είναι ένα ψέμα,
η ψυχή το ξέρει μα διαφωνεί το μυαλό,
που αποδέχεται άχρηστες πεποιθήσεις, ανόητα και παρωχημένα πρότυπα,
μονάχα να υπομένουμε μάθαμε
όσα δεν τολμάμε ν αμφισβητήσουμε, να γκρεμίσουμε και να ξαναχτίσουμε,
σαν αιώνια ανώριμα παιδιά
που πεισματικά αρνούνται να ωριμάσουν,
αποκαμωμένοι απ τις καθημερινές μάχες
βουλιάζουμε
στους φτηνούς μας καναπέδες και τις καταναλωτικές μας ανέσεις
μ ένα στόμα ορθάνοιχτο,
περιμένοντας πεινασμένοι τα μαγικά μικρά μπλε χαπάκια
που πετάγονται από κάθε μεριά και κάθε γωνία,
απ όπου κι αν στρέψεις το βλέμμα, όπου κι αν βρεθείς,
τηλεόραση, εκπομπές, ειδικοί σύμβουλοι, πολιτικοί,
επίσημες ανακοινώσεις, φορείς, ιδρύματα,
κι εμείς τα χάβουμε όλα, τα καταπίνουμε αμάσητα
μας καταστέλλουν, μας ηρεμούν, όλα μοιάζουν συνηθισμένα,
όλα είναι στη θέση τους, όλα πρέζα,
περήφανοι και πλήρεις, οπλισμένοι με το τελευταίο μας iphone
βγάζουμε selfies
μ εκείνο το χαμόγελο του ηλίθιου
Αργοπεθαίνουμε,
ευνουχισμένοι και ιδανικοί αυτόχειρες που αδυνατούν να αντιληφθούν την ουσία,
την ουσία που φωνάζει ολόκληρη η πλάση με κάθε τρόπο,
που ρέει ακατάπαυστα απ τις ανεξάντλητες πηγές του φωτός,
κωφεύουμε στα μηνύματα, γυρίζουμε την πλάτη στο οφθαλμοφανές,
φοράμε τα κοστουμάκια μας, τις μάσκες μας και βγαίνουμε στις λεωφόρους
και τους δρόμους ταχείας κυκλοφορίας
προσπαθώντας να τη βγάλουμε καθαρή, ν αποφύγουμε τα ατυχήματα,
να μην πονέσουμε, να μην ταραχτούν τα θολωμένα νερά του βάλτου μας,
μας αρκεί απλά να επιπλέουμε, άτολμοι στ απάτητα χωρίς σωσίβιο,
αδύναμοι μπροστά στο αυτονόητο και το απλό,
κουτοπόνηροι και πανούργοι στο να κοροϊδέψουμε ο ένας τον άλλο,
παρασέρνοντας ο ένας τον άλλο στη φθορά
στη σπατάλη της ενέργειας που είμαστε καμωμένοι,
το καράβι να πηγαίνει ολοταχώς για το παγόβουνο
κι εμείς
να σπρωχνόμαστε για το ποιός θα κάτσει στην πρώτη θέση,
κάνουμε πάρτι και ξεφαντώματα για εκτόνωση
κι αφήνουμε το καράβι του κόσμου μας να το κυβερνάνε παρανοϊκοί, διεφθαρμένοι και επικίνδυνοι ψυχοπαθείς
Αργοπεθαίνουμε,
και δεν έχουμε ιδέα κατά που πάμε,
ένα προσανατολισμό, κάποιο σχέδιο,
δεν έχουμε ιδέα ότι οι σημερινές επιλογές μας
είναι το αύριο που περιμένει εμάς και τα παιδιά μας,
που τα παρασέρνουμε στο δικό μας ανόητο όλεθρο
χωρίς να βάζουμε ένα τέλος στην τρελή πορεία μας στα παράδοξα
πλάσματα με νοημοσύνη και καρδιά
να σέρνουμε ατσαλένιες μπάλες μ αλυσίδες στα πόδια
ακολουθώντας αξίες που γίνανε πυξίδες χαλασμένες
και δείχνουνε μονάχα πρόσκαιρες απολαύσεις,
επιφανειακές μικροαλλαγές και ατελείωτες επαναλήψεις του ίδιου μοντέλου,
αυτού που μας ειπώθηκε
να αποφεύγουμε ότι μας πονά και να προσπαθούμε να επαναλάβουμε ότι μας ευχαριστεί,
έχοντας πάντα όπλο πολύτιμο την επιλεκτική μας ηθική και τις αποδοχές μας
ένα βάρβαρο θεριό τρέφουμε εντός μας,
μα τα θεριά όσο και να τα ταΐσεις πάντα πεινασμένα θα είναι και πάντα θεριά,
για να γίνει το θεριό άνθρωπος χρειάζεται όλα να τ απαρνηθεί,
όλα να τα πετάξει, να πεθάνει για ν αναστηθεί
να λυτρωθεί
μιας και η ζωή μας πιο πολύ με μια μακρά αναμονή θανάτου μοιάζει,
φοβόμαστε το θάνατο πιο πολύ από τις τύψεις που δεν ζήσαμε,
φοβόμαστε το θάνατο όλων όσων έχουμε επενδύσει ότι είμαστε,
μα θάνατος στην ουσία δεν υπάρχει,
αυτό που υπάρχει είναι ο φόβος του θανάτου,
αυτό που υπάρχει είναι ο φόβος,
εμείς είμαστε ο φόβος
γιατί ποτέ δεν γυμνωθήκαμε
γιατί ποτέ δεν νοιώσαμε λεύτεροι,
γιατί πάντα κουβαλούσαμε βάρη, εικόνες, προσδοκίες, ενοχές και πίστεις
Αργοπεθαίνουμε,
ζώντας μια ζωή δανεική,
μια ζωή φτιαγμένη από τα λόγια και τις υποδείξεις άλλων
αναζητούμε το δικό μας παραμύθι, με τους δικούς μας ήρωες,
την πλοκή και τους ρόλους,
γεννάμε συνεχώς όνειρα
μα τ όνειρο είναι μονάχα μια στιγμή, καπνός, δεν είναι ζωή αληθινή,
η ζωή είναι μάθηση, είναι δημιουργία και σχέσεις,
είναι επίγνωση
κι εμείς ονειρευόμαστε γιατί αυτό μας μάθανε,
να ονειρευόμαστε κι όχι να δημιουργούμε οράματα,
μας μάθανε να ζούμε και να υπομένουμε την κόλασή μας,
κι έπειτα να ονειρευόμαστε ότι κάπου υπάρχει και ο παράδεισος
που από ένστικτο λαχταράμε…
Αργοπεθαίνουμε,
μόνοι ανάμεσα σε δισεκατομμύρια γαλαξίες και αστέρια,
τ αστέρια που μας περιμένουνε, που είναι η πραγματική μας πατρίδα
Απορούμε συχνά πως γίνεται
και ο άνθρωπος δεν έχει καταφέρει ακόμα να συμφιλιωθεί και να συμβιώσει αρμονικά με όλη αυτή τη φυσική ομορφιά που απλώνεται παντού γύρω του,
τη βιοποικιλία και τις θαυμαστές διαδικασίες της ζωής...
Λησμονούμε
ότι χρειάζεται πρώτα απ όλα ν αναγνωρίσουμε ότι είμαστε θεριά,
κι έπειτα ν αντιληφτούμε ξεκάθαρα πως για να γίνει το θεριό άνθρωπος
χρειάζεται να καλυφθούν όλες του οι βασικές ανάγκες,
ενέργεια, τροφή, νερό, στέγη, ασφάλεια, περίθαλψη...
να μπορεί να έχει άμεση πρόσβαση σε όλα όσα έχει ανάγκη και υπάρχουν,
χωρίς περιορισμούς, χωρίς διακρίσεις, χωρίς ένα μέσο σαν το χρήμα
που γεννά τις αδικίες και τις ανισότητες...
...και τέλος για να γίνει ο άνθρωπος πλάσμα πολιτισμένο
χρειάζεται ν αναγνωρίσει και να αποδεχτεί την ισότητα, την ενότητα
και το Όλον της ύπαρξης...
κάτω απ την τέντα του γαλάζιου ουρανού μας,
κάτω από το λαμπρό φως του ήλιου,
σε μια γη που δονείται ανάμεσα σ αμέτρητα αστέρια,
φτωχοί και πλούσιοι, άρχοντες και σκλάβοι, θύτες και θύματα,
συνταξιδιώτες όλοι μαζί στο ίδιο καράβι...
βουλιάζουμε όλοι μαζί από το βάρος ενός μυαλού που ξεχειλίζει,
σαν χύτρα σε κατάσταση βρασμού,
από δεισιδαιμονίες, στρεβλά πρότυπα, εικόνες, προκαταλήψεις,
προσκολλήσεις, εξαρτήσεις, προσδοκίες
και μια ιστορία γεμάτη ψέματα που μας ειπώθηκε όταν ήμασταν πολύ μικροί,
ένα έτοιμο σύστημα πεποιθήσεων
μας έστειλαν στα σχολεία τους για να μάθουμε τα μυστικά της ζωής
και τα μόνα που μας μάθανε ήταν να αποστηθίζουμε την μασημένη παλιά γνώση,
να συμμορφωνόμαστε με τα υπάρχοντα πρότυπα και να υπακούμε
στους μεγαλύτερους που ήξεραν,
πουθενά δεν μας είπαν για προκλήσεις, τόλμη, καινοτομίες, αμφισβήτηση, περιέργεια, φαντασία και δημιουργικότητα
από τότε περιπλανιόμαστε, κουβαλώντας οδικούς χάρτες φόβου
που οδηγούν σε αδιέξοδα και καταστροφή,
σε αλληλοσπαραγμούς χωρίς ουσία, σε απέραντη μοναξιά και δυστυχία,
μια περιπλάνηση που δεν μας αφήνει να ευημερήσουμε,
να εξελιχθούμε και να ανακαλύψουμε τις πραγματικές μας δυνατότητες,
να χαρούμε και να φχαριστηθούμε αληθινά τη ζωή,
αυτό το μοναδικό και μαγικό μυστήριο
και βουλιάζουμε όλο και πιο πολύ,
μέσα στο βούρκο των προσωπικών και διαχωριστικών μας πεποιθήσεων,
μέσα στα έλη των χρεωκοπημένων ιδεολογιών και των προτύπων μας
που μας εγκατέλειψαν γυμνούς μέσα στο κρύο, στο ψέμα και τη φτιαχτή ασχήμια,
στις προδομένες προσδοκίες μας
και σ ένα κόσμο βάρβαρο και άδικο που δεν αλλάξαμε ποτέ ουσιαστικά
γιατί ποτέ δεν το θελήσαμε αληθινά με την καρδιά μας,
γιατί η ανατροπή αυτή θα είχε πόνο
κι εμείς μάθαμε να τον αποφεύγουμε τον πόνο...
αρνούμαστε, λες κι από πείσμα,
να αμφισβητήσουμε ό,τι βολικά έχει βρει τη θέση του μέσα μας,
αρνούμαστε να ταράξουμε τα βαλτωμένα μας νερά,
θέλουμε να περάσουμε το ποτάμι χωρίς να βραχούμε,
θέλουμε ν αναστηθούμε χωρίς σταύρωση,
να μην συναντηθούμε με τη φύση και τη ρίζα του πόνου
και σπαταλάμε ολάκερη ζωή σε διαφυγές και σε αναμονές,
με βαριές αποσκευές στους ώμους, σε κρύους σταθμούς,
περιμένοντας τρένα που δεν έρχονται ποτέ,
ολάκερη ζωή να περιμένουμε κάτι να γίνει,
κάτι που θα μας πάει κάπου αλλού
και αυτό το αλλού να μην είναι πουθενά,
σπατάλη μιας ζωής περιμένοντας "κάτι καλύτερο"
και για το "κάτι καλύτερο" χάσαμε το "καλύτερο δυνατό"...
Βουλιάζουμε,
κορμιά κουρασμένα και ασθενικά
από την ατελείωτη σκληρή και άδικη καθημερινή βιοπάλη,
ταλαιπωρημένες και απελπισμένες ψυχές
που προσπαθούν να καταλάβουν πως γίνεται ο παράδεισος κόλαση,
πως τόση ομορφιά γίνεται ασχήμια,
πως γεννιέται τόση βαρβαρότητα μέσα σ ένα ανθρώπινο πλάσμα,
και συνεχώς να διαπιστώνουμε ότι έχει και πιο κάτω,
περισσότερη βαρβαρότητα...
εθελοτυφλούμε όλο και πιο πολύ,
θέλουμε να μην μας ενοχλήσουν τα "κουτάκια" μας
γιατί μας δίνουνε τις βολικές απαντήσεις
για να μπορέσει να μας πάρει ο ύπνος το βράδυ,
αυτή την ψευδαίσθηση του "όλα καλά" που λέμε
όταν συναντάμε στο δρόμο κάποιο παλιό φίλο,
μπρός στα μάτια μας καταστρέφονται οι θάλασσες, τα ποτάμια, η καλλιεργήσιμη γη, αθώα πλάσματα, μολύνεται ο αέρας που αναπνέουμε
κι εμείς ευχόμαστε να έχουμε την υγειά μας και να είμαστε καλά...
μα ο θάνατός μας είναι αργός και κατοικεί μέσα στα μπετόν,
σκουριάζουμε μαζί με τους τόνους από τα σίδερα και τα μέταλλα
που μέσα τους φωλιάζει η μοναξιά μας,
που μέσα τους κρύβονται οι φόβοι μας,
σαπίζουμε
μα συνηθίζουμε ακόμα και τούτη την αβάσταχτη δυσωδία της σαπίλας
γιατί είναι δικιά μας,
και οι μέρες έρχονται και πάνε
τα καλοκαίρια και οι χειμώνες,
οι μήνες και τα χρόνια περνάνε
κι εκλιπαρούμε για μια ξέγνοιαστη στιγμή, να μας αφήσουνε για λίγο ήσυχους
Βουλιάζουμε,
με μια λαχτάρα πάντα για τ αυτονόητα που δεν ζούμε,
την αγάπη, τη λευτεριά, την ομορφιά, την απλότητα, το χαμόγελο, τη γύμνια,
τις μοιρασιές, τα όμορφα μέρη, τις όμορφες αισθήσεις,
γιατί αυτό που ζούμε είναι ένα ψέμα,
η ψυχή το ξέρει μα διαφωνεί το μυαλό,
που αποδέχεται άχρηστες πεποιθήσεις, ανόητα και παρωχημένα πρότυπα,
μονάχα να υπομένουμε μάθαμε
όσα δεν τολμάμε ν αμφισβητήσουμε, να γκρεμίσουμε και να ξαναχτίσουμε,
σαν αιώνια ανώριμα παιδιά
που πεισματικά αρνούνται να ωριμάσουν,
αποκαμωμένοι απ τις καθημερινές μάχες
βουλιάζουμε
στους φτηνούς μας καναπέδες και τις καταναλωτικές μας ανέσεις
μ ένα στόμα ορθάνοιχτο,
περιμένοντας πεινασμένοι τα μαγικά μικρά μπλε χαπάκια
που πετάγονται από κάθε μεριά και κάθε γωνία,
απ όπου κι αν στρέψεις το βλέμμα, όπου κι αν βρεθείς,
τηλεόραση, εκπομπές, ειδικοί σύμβουλοι, πολιτικοί,
επίσημες ανακοινώσεις, φορείς, ιδρύματα,
κι εμείς τα χάβουμε όλα, τα καταπίνουμε αμάσητα
μας καταστέλλουν, μας ηρεμούν, όλα μοιάζουν συνηθισμένα,
όλα είναι στη θέση τους, όλα πρέζα,
περήφανοι και πλήρεις, οπλισμένοι με το τελευταίο μας iphone
βγάζουμε selfies
μ εκείνο το χαμόγελο του ηλίθιου
Αργοπεθαίνουμε,
ευνουχισμένοι και ιδανικοί αυτόχειρες που αδυνατούν να αντιληφθούν την ουσία,
την ουσία που φωνάζει ολόκληρη η πλάση με κάθε τρόπο,
που ρέει ακατάπαυστα απ τις ανεξάντλητες πηγές του φωτός,
κωφεύουμε στα μηνύματα, γυρίζουμε την πλάτη στο οφθαλμοφανές,
φοράμε τα κοστουμάκια μας, τις μάσκες μας και βγαίνουμε στις λεωφόρους
και τους δρόμους ταχείας κυκλοφορίας
προσπαθώντας να τη βγάλουμε καθαρή, ν αποφύγουμε τα ατυχήματα,
να μην πονέσουμε, να μην ταραχτούν τα θολωμένα νερά του βάλτου μας,
μας αρκεί απλά να επιπλέουμε, άτολμοι στ απάτητα χωρίς σωσίβιο,
αδύναμοι μπροστά στο αυτονόητο και το απλό,
κουτοπόνηροι και πανούργοι στο να κοροϊδέψουμε ο ένας τον άλλο,
παρασέρνοντας ο ένας τον άλλο στη φθορά
στη σπατάλη της ενέργειας που είμαστε καμωμένοι,
το καράβι να πηγαίνει ολοταχώς για το παγόβουνο
κι εμείς
να σπρωχνόμαστε για το ποιός θα κάτσει στην πρώτη θέση,
κάνουμε πάρτι και ξεφαντώματα για εκτόνωση
κι αφήνουμε το καράβι του κόσμου μας να το κυβερνάνε παρανοϊκοί, διεφθαρμένοι και επικίνδυνοι ψυχοπαθείς
Αργοπεθαίνουμε,
και δεν έχουμε ιδέα κατά που πάμε,
ένα προσανατολισμό, κάποιο σχέδιο,
δεν έχουμε ιδέα ότι οι σημερινές επιλογές μας
είναι το αύριο που περιμένει εμάς και τα παιδιά μας,
που τα παρασέρνουμε στο δικό μας ανόητο όλεθρο
χωρίς να βάζουμε ένα τέλος στην τρελή πορεία μας στα παράδοξα
πλάσματα με νοημοσύνη και καρδιά
να σέρνουμε ατσαλένιες μπάλες μ αλυσίδες στα πόδια
ακολουθώντας αξίες που γίνανε πυξίδες χαλασμένες
και δείχνουνε μονάχα πρόσκαιρες απολαύσεις,
επιφανειακές μικροαλλαγές και ατελείωτες επαναλήψεις του ίδιου μοντέλου,
αυτού που μας ειπώθηκε
να αποφεύγουμε ότι μας πονά και να προσπαθούμε να επαναλάβουμε ότι μας ευχαριστεί,
έχοντας πάντα όπλο πολύτιμο την επιλεκτική μας ηθική και τις αποδοχές μας
ένα βάρβαρο θεριό τρέφουμε εντός μας,
μα τα θεριά όσο και να τα ταΐσεις πάντα πεινασμένα θα είναι και πάντα θεριά,
για να γίνει το θεριό άνθρωπος χρειάζεται όλα να τ απαρνηθεί,
όλα να τα πετάξει, να πεθάνει για ν αναστηθεί
να λυτρωθεί
μιας και η ζωή μας πιο πολύ με μια μακρά αναμονή θανάτου μοιάζει,
φοβόμαστε το θάνατο πιο πολύ από τις τύψεις που δεν ζήσαμε,
φοβόμαστε το θάνατο όλων όσων έχουμε επενδύσει ότι είμαστε,
μα θάνατος στην ουσία δεν υπάρχει,
αυτό που υπάρχει είναι ο φόβος του θανάτου,
αυτό που υπάρχει είναι ο φόβος,
εμείς είμαστε ο φόβος
γιατί ποτέ δεν γυμνωθήκαμε
γιατί ποτέ δεν νοιώσαμε λεύτεροι,
γιατί πάντα κουβαλούσαμε βάρη, εικόνες, προσδοκίες, ενοχές και πίστεις
Αργοπεθαίνουμε,
ζώντας μια ζωή δανεική,
μια ζωή φτιαγμένη από τα λόγια και τις υποδείξεις άλλων
αναζητούμε το δικό μας παραμύθι, με τους δικούς μας ήρωες,
την πλοκή και τους ρόλους,
γεννάμε συνεχώς όνειρα
μα τ όνειρο είναι μονάχα μια στιγμή, καπνός, δεν είναι ζωή αληθινή,
η ζωή είναι μάθηση, είναι δημιουργία και σχέσεις,
είναι επίγνωση
κι εμείς ονειρευόμαστε γιατί αυτό μας μάθανε,
να ονειρευόμαστε κι όχι να δημιουργούμε οράματα,
μας μάθανε να ζούμε και να υπομένουμε την κόλασή μας,
κι έπειτα να ονειρευόμαστε ότι κάπου υπάρχει και ο παράδεισος
που από ένστικτο λαχταράμε…
Αργοπεθαίνουμε,
μόνοι ανάμεσα σε δισεκατομμύρια γαλαξίες και αστέρια,
τ αστέρια που μας περιμένουνε, που είναι η πραγματική μας πατρίδα
Απορούμε συχνά πως γίνεται
και ο άνθρωπος δεν έχει καταφέρει ακόμα να συμφιλιωθεί και να συμβιώσει αρμονικά με όλη αυτή τη φυσική ομορφιά που απλώνεται παντού γύρω του,
τη βιοποικιλία και τις θαυμαστές διαδικασίες της ζωής...
Λησμονούμε
ότι χρειάζεται πρώτα απ όλα ν αναγνωρίσουμε ότι είμαστε θεριά,
κι έπειτα ν αντιληφτούμε ξεκάθαρα πως για να γίνει το θεριό άνθρωπος
χρειάζεται να καλυφθούν όλες του οι βασικές ανάγκες,
ενέργεια, τροφή, νερό, στέγη, ασφάλεια, περίθαλψη...
να μπορεί να έχει άμεση πρόσβαση σε όλα όσα έχει ανάγκη και υπάρχουν,
χωρίς περιορισμούς, χωρίς διακρίσεις, χωρίς ένα μέσο σαν το χρήμα
που γεννά τις αδικίες και τις ανισότητες...
...και τέλος για να γίνει ο άνθρωπος πλάσμα πολιτισμένο
χρειάζεται ν αναγνωρίσει και να αποδεχτεί την ισότητα, την ενότητα
και το Όλον της ύπαρξης...