Το γεωπολιτικό «χαρτί» έχει παιχτεί ιδιαιτέρως στο πλαίσιο της ελληνικής κρίσης: Η άποψη ότι μια αποσταθεροποιημένη Ελλάδα (είτε υπό σκληρά μέτρα, είτε ως μια χώρα που έχει εξέλθει από την Ευρωζώνη), στη θέση όπου βρίσκεται, δεν είναι προς το συμφέρον κανενός φαίνεται να αποτελεί κοινή αντίληψη πολλών, και σημαντικό διαπραγματευτικό «όπλο» στα χέρια της ελληνικής κυβέρνησης κατά τις διαπραγματεύσεις της με τους εταίρους.
Σε κάθε περίπτωση, η γεωπολιτική διάσταση της όλης υπόθεσης είναι κάτι που έχει απασχολήσει πολλούς διαμορφωτές πολιτικής και αναλυτές ανά τον κόσμο – και, αν και είναι γενικότερη η εντύπωση ότι το χειρότερο σενάριο θα ήταν σαφώς καλύτερα να αποφευχθεί, οι απόψεις σχετικά με την έκταση και την επικινδυνότητα του ζητήματος σε γεωπολιτικό/ γεωστρατηγικό επίπεδο, ποικίλλουν.
Ο ναύαρχος εν αποστρατεία (Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ), πρώην SACEUR (Supreme Allied Commander Europe- ανώτατος διοικητής των δυνάμεων του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη) και ομογενής, Τζέιμς Σταυρίδης, σε εκτενές άρθρο του στο Foreign Policy εκτιμά ότι μια «περιφρονημένη» Ελλάδα θα μπορούσε να εξελιχθεί σε «εφιάλτη τόσο για την Ε.Ε. όσο και το ΝΑΤΟ».
«Ας το καταλάβουμε: Μια Ελλάδα, που θα βρεθεί έξω από την Ευρωζώνη θα είναι ένα οργισμένο, δυσαρεστημένο και ταλαιπωρημένο έθνος- αλλά ένα που θα συνεχίσει να διατηρεί τη θέση του στην Ε.Ε. , και στις δύο περιπτώσεις οργανισμούς που λειτουργούν μέσω ομοφωνίας (χωρίς ομοφωνία μεταξύ των μελών δεν μπορούν να ληφθούν αποφάσεις ή να πραγματοποιηθούν ενέργειες σε επιχειρησιακό επίπεδο)...τόσο στην Ε.Ε. όσο και στο ΝΑΤΟ, μια μη συνεργάσιμη Ελλάδα στο μέλλον θα μπορούσε στο μέλλον να «δέσει τα χέρια» των οργανισμών».
Συνεχίζοντας, ο κ. Σταυρίδης επισημαίνει ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα σε ζητήματα όπως των κυρώσεων στη Ρωσία, ή και το Ιράν. «Η Ελλάδα θα μπορούσε να καταστεί ένας προβληματικός παράγοντας παρεμπόδισης σε πολύπλοκες διαπραγματεύσεις που αφορούν στην Ε.Ε., όπως στις προσπάθειες για συμφωνία με το Ιράν όσον αφορά στο πυρηνικό του πρόγραμμα». Επιπρόσθετα, συμπληρώνει, μια κατεστραμμένη ελληνική οικονομία θα είχε επιπτώσεις στον τομέα της ασφάλειας, με τους Έλληνες να περιορίζουν τη συμμετοχή τους σε επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ, αποστολές της Ε.Ε., ανθρωπιστικά ζητήματα κ.α. «Η πρόσβαση σε ελληνικές βάσεις- οι περισσότερες σε γεωπολιτικά σημαντικές τοποθεσίες, όπως η Σούδα στην Κρήτη- θα επηρεαζόταν. Είναι σημαντικό να θυμάται κανείς τη σημαντική γεωγραφική θέση της Ελλάδας στη ναυτική πτέρυγα του ΝΑΤΟ κατά τη διάρκεια μεγάλων εντάσεων στην ανατολική Μεσόγειο».
Η γεωπολιτική σημασία της χώρας μας υπογραμμίζεται σε δημοσίευμα των Financial Times συνοπτικά ως εξής: «Πρόκειται για μια χώρα που γεφυρώνει τον Βορρά με τον Νότο, και την Ανατολή με τη Δύση όπως καμία άλλη. Αποτελεί τη νότια άκρη του ΝΑΤΟ. Και οι σχέσεις που έχει με τη Ρωσία, το Ιράν, την Κίνα και άλλους είναι μοναδικές στη Συμμαχία. Ακόμα και αν η διατήρηση της Αθήνας μέσα στην ευρωπαϊκή πολιτική τάξη και πλαίσιο ασφαλείας απαιτεί προϋποθέτει μεγάλο κόστος, είναι ένα που μάλλον αξίζει να πληρώσει κανείς. Η Ελλάδα είναι υπεύθυνη για την διασφάλιση ενός μεγάλου και ταραγμένου τμήματος των εξωτερικών συνόρων της Ε.Ε. Ο ρόλος αυτός είναι πολύ πιθανό να γίνει ακόμα πιο σημαντικός, δεδομένων των συγκρούσεων στη βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή».
Σε παρεμφερές πλαίσιο κινείται και η άποψη του Μπρένταν Σιμς, προέδρου του Project for Democratic Union, ο οποίος σε άρθρο του στο Foreign Affairs υπογραμμίζει ότι «ίσως η οικονομική «μόλυνση» στην Ευρώπη μπορεί να περιοριστεί, αλλά η στρατηγική και πολιτική μόλυνση θα είναι τεράστια. Εκτός κι αν φύγει και από την ΕΕ, η Ελλάδα μπορεί να μετατραπεί σε μια ανοιχτή πόρτα... μέσω της οποίας θα εισρέουν μετανάστες. Η χώρα θα γλιστρήσει ακόμη περισσότερο στην ρωσική τροχιά, με δυνητικά μοιραίες συνέπειες για την κοινή εξωτερική πολιτική της ΕΕ, ιδίως τις κυρώσεις της για την Ουκρανία. Πάνω απ’ όλα, η μη αναστρεψιμότητα της νομισματικής ένωσης θα τεθεί υπό αμφισβήτηση, με τεράστιες συνέπειες για όλα τα είδη των πολιτικών και οικονομικών στοιχημάτων που τέθηκαν κατά την διάρκεια των τελευταίων τριών δεκαετιών. Κανένας αριθμός [οικονομικών και πολιτικών] μοντέλων δεν μπορεί να ποσοτικοποιήσει την πιθανή ζημιά για την Ένωση, αλλά θα είναι κολοσσιαία και ίσως μοιραία για την βαθύτερη ολοκλήρωση».
Πιθανοί σύμμαχοι της «επόμενης ημέρας»
Το ενδεχόμενο της προσέγγισης με τη Ρωσία εξετάζεται και στην ανάλυση του ναυάρχου Σταυρίδη: «Ένας πολύ πιθανός δυνάμει εταίρος φυσικά θα ήταν η Ρωσία. Πολλοί Έλληνες βλέπουν με ιδιαίτερη συμπάθεια τη Ρωσία, ένα επίσης ορθόδοξο έθνος, ειδικά σε σχέση με την κατάσταση στην Ουκρανία. Αν η Μόσχα βοηθούσε την Αθήνα οικονομικά, έστω και ελάχιστα, αυτό θα απομάκρυνε ακόμα περισσότερο την Ελλάδα από τη Δυτική Ευρώπη. Ένας άλλος πιθανός φίλος και εταίρους θα ήταν η Σερβία, που έχει τα δικά της προβλήματα με διάφορα μέλη της Ε.Ε. στην Βαλκάνια. Εν τέλει, δεν είναι αδύνατον να φανταστούμε την Ελλάδα να φεύγει από την Ε.Ε. ή το ΝΑΤΟ...μια Ελλάδα η οποία είναι θυμωμένη και όλο και πιο λιγότερο δεσμευμένη με τους παραδοσιακούς ευρωπαϊκούς οργανισμούς θα γινόταν όλο και πιο καχύποπτη και “δύσκολη” στην περιοχή της. Χωρίς ισχυρή και ενθουσιώδη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ, η σχέση με την Τουρκία φαντάζει πολύ διαφορετική από την πλευρά της Αθήνας, καθώς και οι ελληνικές αντιλήψεις για τα Βαλκάνια».
Η «ρωσική υπόθεση» αντιμετωπίζεται ως η πλέον πιθανή γενικότερα. Σε σχετική ανάλυση της Stratfor (Τζωρτζ Φρίντμαν), σημειώνεται ότι η σχέση Ελλάδας και Ρωσίας ανάγεται «τουλάχιστον» στο 1970, και ήταν «ιδιαίτερα ενοχλητική για της ΗΠΑ και την Ευρώπη...οι Ρώσοι περνούν δύσκολες στιγμές, αλλά όχι τόσο δύσκολες όσο πριν λίγους μήνες, και η Ελλάδα είναι στρατηγικό “βραβείο”...στην Κεντρική Ευρώπη, η εντύπωση είναι ότι η Ελλάδα και η Ρωσία είχαν για αρκετούς μήνες μια “αλληλοκατανόηση” για ένα πακέτο διάσωσης, που θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί οι Έλληνες έδρασαν με τόση τόλμη». Σε αυτό το πλαίσιο, σε δημοσίευμα της Wall Street Journal αναφέρεται ότι ενδεχομένως η Ρωσία να βοηθά στην ένταση των εσωτερικών συγκρούσεων στον ΣΥΡΙΖΑ, «με την ελπίδα το κυβερνών κόμμα να μην είναι σε θέση να προβεί στους απαραίτητους συμβιβασμούς που είναι απαραίτητοι για την παραμονή στην Ευρωζώνη». Στο ίδιο δημοσίευμα υποστηρίζεται πως η Ελλάδα από πλευράς πολιτικής και κουλτούρας «δεν είναι πλήρως δεμένη στη Δύση», καθώς θα ήταν «πιο σωστό» να αντιμετωπίζεται ως το «τέκνο» του βυζαντινού και του οθωμανικού δεσποτισμού- ενώ υπογραμμίζονται οι ισχυροί δεσμοί με την ορθόδοξη Ρωσία και γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στη στάση μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στη ρωσική στάση κατά την επέμβαση στη Σερβία το 1999 (παρά τη στάση της κυβέρνησης), καθώς και στα δεδομένα του Ψυχρού Πολέμου: «οι Σοβιετικοί έβρισκαν ευκολότερο να επιχειρούν στην Ελλάδα παρά σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του ΝΑΤΟ».
Πέραν της Ρωσίας, ο Φρίντμαν (Stratfor) στη συλλογιστική του προσθέτει και τον παράγοντα «Κίνα», όσο και αν η Λαϊκή Δημοκρατία είναι λιγότερο πιθανή ως πηγή χρηματοδότησης. «Οι Κινέζοι προσπαθούν να καθιερωθούν ως μια γνήσια δύναμη σε διεθνές επίπεδο, χωρίς ένοπλες δυνάμεις παγκόσμιας εμβέλειας, και μια αποδυναμωνόμενη οικονομία. Η συνεργασία- από μόνοι τους, ή μαζί με άλλους- για να βοηθήσουν τους Έλληνες δεν θα ήταν μια ανόητη κίνηση από πλευράς τους δεδομένου ότι θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία τοπικής επιρροής με χαμηλό κόστος- απλά μερικές δεκάδες δισεκατομμύρια. Αλλά θα είχε το πολιτικό κόστος της αποξένωσης ενός μεγάλου κομματιού της Ε.Ε., κάτι που θα καθιστούσε την κινεζική βοήθεια μια μικρή πιθανότητα». Επίσης, συνεχίζει, υπάρχουν επίσης τα αμερικανικά hedge funds και οι εταιρείες private equity, που διαθέτουν πολύ ρευστό. «Πολλά εξ αυτών έχουν πάρει μεγαλύτερα ρίσκα...η αμερικανική κυβέρνηση δεν θα τους αποθάρρυνε, επίσης, καθώς θα προβληματιζόταν περισσότερο για ρωσική ή κινεζική επιρροή- και πολεμικά ναυτικά- στην ανατολική Μεσόγειο».
Οι πιθανές εξελίξεις- έχουν βάση οι ανησυχίες;
Ο ναύαρχος Σταυρίδης τονίζει ότι η όλη υπόθεση δεν πρέπει να αφεθεί στους κεντρικούς τραπεζίτες. «Δεν είναι πολιτικοί, δεν πληρώνονται για να έχουν ευαισθησίες όσον αφορά στις γεωστρατηγικές και πολιτικές προεκτάσεις μιας ελληνικής πτώχευσης και εξόδου από την Ευρωζώνη. Στη σκοτεινή πλευρά του φάσματος, η απώλεια οποιουδήποτε έθνους από την Ε.Ε. ή το ΝΑΤΟ αποτελεί απλά terra incognita...καθώς η τρόικα διεξάγει περαιτέρω διαπραγματεύσεις, πρέπει να λάβει υπόψιν την αξία που η Ελλάδα διαθέτει ως μέλος της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ...στην άλλη πλευρά του τραπεζιού, οι Έλληνες θα έπρεπε επίσης να σκεφτούν με γεωστρατηγικούς όρους, καθώς και οικονομικούς, για τις επιλογές που διαθέτουν. Τα κυρίαρχα έθνη αποφασίζουν κυρίαρχα για το μέλλον τους. Παρά το συναισθηματικό κομμάτι για τους όρους που προσφέρονται, τμήμα του πακέτου είναι μια συνεχιζόμενη “κάρτα συμμετοχής” σε ευρωπαϊκούς οργανισμούς που έχουν παίξει θεμελιώδη ρόλο στη θέση της Ελλάδας στην μεταπολεμική τάξη. Οι άλλες επιλογές- η συμμετοχή στην Ευρασιατική Ένωση ή απλά το να γίνει η χώρα εντελώς “ανεξάρτητη” (nonaligned)- δεν είναι καλές επιλογές». Ο ίδιος εκτιμά ότι στο τέλος θα επικρατήσει η ψυχραιμία- αν και παραδέχεται ότι δεν είναι απίθανο το χείριστο σενάριο, δεδομένης της όξυνσης της κρίσης και της έξαρσης του συναισθήματος.
Πάντως δεν έχουν όλοι την άποψη ότι τέτοια σενάρια είναι πραγματικά πιθανά: Ο Ντίμιταρ Μπέντσεφ (London School of Economics) χαρακτηρίζει σε άρθρο του στο Foreign Policy (στην ουσία απαντώντας στον Σταυρίδη) τη γεωπολιτική ενός Grexit ως «βαρετή»: «Το συνεχιζόμενο φλερτ με τη Ρωσία από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ...δεν έχει αποδώσει καρπούς. Οι Βρυξέλλες και οι άλλες πρωτεύουσες παρέμειναν σταθερές».
Σε βαθύτερο επίπεδο, συνεχίζει ο Μπέντσεφ, οι προβληματισμοί για την Ελλάδα έχουν ρίζες στα πάθη της Ευρώπης ως συνόλου. «Πληγείσα από ένα οικονομικό σοκ, μία χώρα της περιφέρειας της Ε.Ε. τέθηκε υπό τη διακυβέρνηση ριζοσπαστών λαϊκιστών οι οποίοι περνούν υπό τη ρωσική επιρροή και τζογάρουν με 40 χρόνια σύγκλισης με τη Δύση. Επιπρόσθετα, ο πολύπαθος, γεμάτος συγκρούσεις Λεβάντες, πηγή προσφύγων και τρομοκρατίας, βρίσκεται επικίνδυνα κοντά, ενώ η Ελλάδα είναι μία από τις κύριες οδούς περάσματος μεταναστών στην Ε.Ε. από τη Μ. Ανατολή και την Αφρική».
Ωστόσο, εν συνεχεία – αν και αναγνωρίζει ότι οι προβληματισμοί είναι δικαιολογημένοι- κρατεί καθησυχαστική στάση: «Ο Τσίπρας και η κυβέρνησή του έχουν, σε μεγάλο βαθμό, συνεχίσει την εξωτερική πολιτική που κληρονόμησαν...εν αντιθέσει με τους κλασικούς Έλληνες λαϊκιστές της εσοδείας του Ανδρέα Παπανδρέου, του 1970 και του 1980, δεν ζητούν έξοδο από την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ. Η Ρωσία είναι δημοφιλής στην Αθήνα, αλλά πρόκειται για “γάμο συμφέροντος” παρά για “ερωτικό δεσμό”. Και ενώ η εξάπλωση των οικονομικών προβλημάτων παραμένει λόγος προβληματισμού, οι διπλωματικές σχέσεις με τους γείτονες- ειδικά την Τουρκία- βρίσκονται, σε γενικές γραμμές, σε θετική τροχιά. Ακόμη και αν η Αθήνα ήθελε να προκαλέσει προβλήματα- και είναι λίγες οι ενδείξεις ότι θέλει κάτι τέτοιο- οι δυνατότητές της να κάνει κάτι τέτοιο στα αλήθεια είναι περιορισμένες». Παράλληλα, ο Μπέντσεφ αναφέρει ότι η Ελλάδα συνέπλευσε με την Ε.Ε. όσον αφορά στην παράταση των κυρώσεων στη Ρωσία ως το τέλος του Ιανουαρίου του 2016, ενώ οι διαφωνίες ανάμεσα στη Μόσχα και στην Άγκυρα για τον αγωγό φυσικού αερίου έχουν περιορίσει σημαντικά τις ελπίδες για ροή δισεκατομμυρίων δολαρίων στην Ελλάδα από τη Ρωσία. «Οι δεσμοί με το Κρεμλίνο δεν αποτελούν συντομότερο δρόμο προς την οικονομική ανάκαμψη, παρά τη ρητορική» προσθέτει, ενώ παράλληλα εκτιμά ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να προκαλέσει προβλήματα σε άλλα θέματα, όπως το κεφάλαιο του Ιράν ή το Transatlantic Trade and Investment Partnership. Παράλληλα, απορρίπτει το ενδεχόμενο η Ελλάδα να ανοίξει τις πύλες της στους μετανάστες – ειδικά δεδομένης της παρουσίας των ΑΝΕΛ στην κυβέρνηση και της απήχησης της Χρυσής Αυγής- ενώ υπογραμμίζει ότι «μια πτώχευση και επιστροφή της δραχμής δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα θα σταματήσει να ελέγχει τα σύνορά της». Όσον αφορά στα ελληνοτουρκικά, ο Μπέντσεφ κάνει λόγο για «επιχείρηση γοητείας» από πλευράς της κυβέρνησης (με την επίσκεψη Κοτζιά στην Άγκυρα και τις συζητήσεις περί Κυπριακού), ενώ υποστηρίζεται ότι αντίστοιχη στρατηγική ακολουθείται και στα Βαλκάνια, με την επίσκεψη Κοτζιά στα Σκόπια, καθώς και την επικείμενη επίσκεψή του στα Τίρανα.
«Εάν η κρίση και η πιθανότητα ενός Grexit έχουν δημιουργήσει ένα γεωπολιτικό πρόβλημα, αυτό βρίσκεται στην περιοριζόμενη δυνατότητα της Ελλάδας να λειτουργεί ως παράδειγμα στους γείτονες και οδηγός θετικής αλλαγής...η σημερινή Ελλάδα υπό κρίση δεν θα γίνει μια χώρα- παρίας (rogue state)- αλλά θα είναι μία βαθιά βυθισμένη στην ύφεση και τα δικά της ζητήματα, με λίγα να προσφέρει στους συμμάχους και γείτονές της» καταλήγει.
news247.gr
news247.gr